- ἀταγία
- ἀτᾱγία, ἡ,A absence of a ταγός (q. v.) in Thessaly, IG9(2).257.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταγά — ἁ, Α 1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός* 2. συνεκδ. καιρός πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή* με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή τής μάχης» και … Dictionary of Greek